διποδίζω

διποδίζω
βαδίζω σύμφωνα με το διποδισμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διποδίζω — (για υποζύγια) τρέχω με διποδισμό, καλπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ποδίζω «βαδίζω, τρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοδιποδίζω — Ν (για άλογο) βηματίζω γρήγορα σηκώνοντας εναλλάξ τα σύστοιχα πόδια, δηλ. το μπροστινό και το οπίσθιο, ενώ συγχρόνως στηρίζω τα άλλα δύο στη γη, αλλ. πλαγιοποδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + διποδίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”